Θρησκεία και Προαιώνια Σοφία
επανενσάρκωση και Κάρμα στη Βίβλο
Της Jeanine Μiller
Είναι γενικά άγνωστο το γεγονός ότι στη Καινή Διαθήκη υπάρχουν έμμεσες πλήν σαφέστατες αναφορές στη επανενσάρκωση. Πολλοί μάλιστα ρωτούν γιατί το θέμα της επανενσάρκωσης, αν είναι τόσο σπουδαίο από θρησκευτική άποψη, δεν μνημονεύεται στη Βίβλο.Μια προφανής απάντηση είναι ότι για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, τουλάχιστον στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, η πραγματικότητα της επανενσάρκωσης ήταν κάτι το δεδομένο, όπως ακριβώς εμείς θεωρούμε ως δεδομένο το ότι ένα υγιές δέντρο που έχασε τα φύλλα του το φθινόπωρο θ' αποχτήσει νέο φύλλωμα την επόμενη άνοιξη. Ας εξετάσουμε τα στοιχεία που οδηγούν σ' αυτό το συμπέρασμα.
Την πρώτη ένδειξη για το ότι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης θεωρούσαν δεδομένη την ιδέα της επανενσάρκωσης, τη συναντάμε στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. ια΄, 13-14, και ιστ΄, 13. Ο Ιησούς ρωτάει τους μαθητές του: "Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι εγώ, ο υιός του ανθρώπου;" (ιστ΄, 13) και οι μαθητές απαντούν: "Αλλοι λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ο Ηλίας και άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προφήτες". Πώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Ιησούς ήταν ένας απ' αυτούς παρά μόνο σε μια περασμένη ζωή; Ο Ηλίας και ο Ιερεμίας έζησαν αιώνες πριν από τον Ιησού. Όσο για τον Ιωάννη το Βαπτιστή, που είχε θανατωθεί πρόσφατα, δεν μπορούσε, φυσικά, να έχει επανενσαρκωθεί ως Ιησούς, αλλά φαίνεται ότι μερικοί πίστευαν ότι το πνεύμα του μπορεί να ενέπνεε τον Ιησού. Για να μιλάνε οι άνθρωποι μ' αυτό το τρόπο, είναι φανερό ότι θεωρούσαν το γεγονός της επανενσάρκωσης ως δεδομένο. Το ότι ο ίδιος ο Ιησούς κάνει την ερώτηση δείχνει ότι γνώριζε την ιδέα αυτή και τη θεωρούσε έγκυρη. Ο ίδιος ο Ιησούς λέει στους μαθητές του ποιος πραγματικά ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στο παρελθόν: "Διότι όλοι οι προφήτες και ο νόμος έως τον Ιωάννη προφήτευσαν. Και αν θέλετε να το δεχτείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να έρθει. Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω" (ια΄, 13-15). Έτσι ο Ηλίας, σύμφωνα με τον ίδιο τον Ιησού, ξαναγύρισε στη γη με τη προσωπικότητα του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Αυτό επαναλαμβάνεται ή επιβεβαιώνεται στο Κατά Ματθαίον, ιζ΄, 12, 13: "Σας λέγω όμως, ότι ήλθεν ήδη ο Ηλίας και δεν τον εγνώρισαν, αλλά έπραξαν σ' αυτόν όσα ηθέλησαν· έτσι ο υιός του ανθρώπου μέλλει να πάθει από αυτούς. Τότε εννόησαν οι μαθητές ότι τους μιλούσε για τον Ιωάννη το Βαπτιστή".
Δεν υπάρχει εδώ διφορούμενο, δεν υπάρχει χώρος για αμφισβήτηση: τα λόγια είναι από τον ίδιο το δάσκαλο. Όσο για τη δική του προηγούμενη ταυτότητα, ο Ιησούς δεν ενδιαφέρεται να τη συζητήσει.
Τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο να μάθει τι πίστευαν οι μαθητές του: "Αλλά εσείς ποιος λέτε ότι είμαι; (Ματθ. ιστ΄, 15). Και όταν ο Σίμων απαντάει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος – και συνεπώς τίποτ' άλλο δεν έχει σημασία – η απάντηση του ευχαριστεί το Χριστό που αμέσως κάνει το Σίμωνα Πέτρο θεμέλιο λίθο της εκκλησίας του.
Το νόημα εδώ είναι ότι δεν έχει σημασία τι υπήρξαμε στο παρελθόν – και το να προσπαθούμε ν' ανασύρουμε τις παλιές μας ταυτότητες αποτελεί άτοπη προσκόλληση στην προσωπικότητα. Η ιδέα της επανενσάρκωσης έχει σημασία στο επίπεδο της προσωπικότητας, μόνο και μόνο επειδή μας διδάσκει ότι μας δίνονται πολλές ευκαιρίες σ' αυτή τη γη για να τελειοποιηθούμε και να πετύχουμε τη σωτηρία μας.
Η υπερβολική έμφαση στις περασμένες ζωές παρουσιάζει σοβαρά μειονεκτήματα. Μπορεί να ενθαρρύνει την αδράνεια: "Θα κάνω μια προσπάθεια στην επόμενη ζωή μου". Ή μπορεί να προκαλέσει προσκόλληση στην προσωπικότητα: "Εγώ ήμουν ο Ιούλιος Καίσαρας" ή η "Κλεοπάτρα" – ανάλογα με τις προτιμήσεις τού καθενός. Αυτό άλλο δεν κάνει παρά να δυναμώνει το εγώ και είναι συνεπώς επιζήμιο για την πνευματική ζωή, η οποία τελικά απαιτεί την εξάλειψη του εγωκεντρισμού.
Ποιος αμάρτησε;
Η τρίτη αναφορά περιέχεται σε μια ερώτηση για έναν τυφλό. Οι μαθητές ρωτούν τον Ιησού: "Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, και γεννήθηκε τυφλός;" (Κατά Ιωάννην, θ΄, 2-3). Πώς μπορεί κανείς να αμαρτήσει προτού γεννηθεί; Μόνο αν η αμαρτία διαπράχτηκε σε μιαν άλλη ζωή. Οι απόστολοι δεν ρωτούν τι είδος αμαρτίας οδήγησε στην τυφλότητα, αλλά ποιος αμάρτησε, θεωρώντας δεδομένο ότι αυτή καθαυτή η πράξη του αμαρτάνειν επέσυρε αυτή τη φοβερή συνέπεια. Επιπλέον, η αμαρτία ενδέχεται να είχε διαπραχθεί είτε από τον ίδιο τον άνθρωπο σε προηγούμενη ύπαρξή του, είτε από τους γονείς του. Αυτό υπονοεί αφενός μεν το "αμαρτίαι γονέων παιδεύουσιν τέκνα", που αποτελεί βιβλική διδασκαλία, και αφετέρου το ότι η ψυχή υπάρχει και συνεπώς πληρώνει για τα παραπτώματα των προηγούμενων ζωών. Ο Ιησούς δεν απορρίπτει τα υποδηλούμενα μ' αυτή τη ερώτηση. Αν η έννοια της επανενσάρκωσης ήταν ξένη προς τις απόψεις του, θα έλεγε στους μαθητές ότι λένε ανοησίες. Αντί γι' αυτό, παίρνει απλώς μια διαφορετική στάση. Η απάντηση του, "ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ' αυτόν" (Κατά Ιωάννην, θ΄, 3), υπονοεί ότι η ιδέα τού κάρμα (επομένως και η ιδέα της επανενσάρκωσης) δεν γίνεται πάντα σωστά κατανοητή και ότι οι συμφορές που βρίσκουν τους ανθρώπους δεν πρέπει κατ' ανάγκη ν' αποδίδονται στο κάρμα. Επιφανειακά, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η φράση "για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ' αυτόν" αναφέρεται στο δικό του ιαματικό λειτούργημα· στο ότι με την ίαση του τυφλού έμελλε να καταδειχθεί ότι εκείνος, ως ενσαρκωμένος Θεός, μπορεί να θεραπεύει τα πάντα, ακόμα και την εκ γενετής τυφλότητα. Αλλά τείνω να πιστεύω ότι η απάντησή του έχει περισσότερα επίπεδα πολύ βαθύτερου νοήματος: ένα απ' αυτά μπορεί να είναι το ότι η τυφλότητα του ανθρώπου (αν τη δούμε ως κυριολεκτική, σωματική τυφλότητα) δεν προκλήθηκε από αμαρτία αλλά από σκόπιμη επιλογή της ψυχής για να δώσει στον άνθρωπο μια ορισμένη καίρια εμπειρία, αναγκαία για την εξέλιξή της.
Πρόχειρο καταπραϋντικό
Το γεγονός ότι η διδασκαλία του κάρμα (και της επανενσάρκωσης) χρησιμοποιείται πολύ συχνά σαν ένα πρόχειρο καταπραϋντικό για να λυθούν προβλήματα που φαίνονται άλυτα, δεν αποκλείεται να γινόταν αντιληπτό ώς ένα βαθμό και στους βιβλικούς χρόνους, όπως συμβαίνει και στις μέρες μας σε ορισμένους πολιτισμούς και κοινωνίες. Αυτό μπορεί να συναχθεί από το Λευιτικόν, όπου βρίσκουμε την ακόλουθη περικοπή:
"Και εάν κάποιος κάμει βλάβη στον πλησίον του, καθώς έκαμε, έτσι θα γίνει και σ' αυτόν· σύντριμμα αντί συντρίμματος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος· καθώς έκαμε βλάβη στον άνθρωπο, έτσι θα γίνει και σ' αυτόν" (Λευιτικόν, κδ΄, 19-20. Πρβλ. Έξοδος, κα΄, 24, και Δευτερονόμιον, ιθ΄, 21).
Σ' αυτή την εβραϊκή έκφραση του νόμου φαίνεται σα να μην υπάρχει χώρος για τη "μεταμόρφωση" του ανθρώπου, για την αλλαγή τής καρδιάς και του νου του που αυτόματα θα προκαλέσει μια διαφορετική καρμική αντίδραση.
Ο Ιησούς φαίνεται ότι προσπάθησε να εξουδετερώσει αυτή την ιδέα του άτεγκτου νόμου, που δεν αφήνει περιθώρια για ανθρώπινη αλλαγή στάσης, με τη "νέα εντολή" του, το "αγαπάτε αλλήλους". Αυτή η εντολή υπερβαίνει και αντικαθιστά όλες τις άλλες και είναι ο νόμος των νόμων, που φέρνει συμπόνια, συγνώμη και χάρη, και υποδηλώνει τη δυνατότητα της μεταμόρφωσης.
Σχετικά με το κάρμα, υπάρχει στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο μια ενδιαφέρουσα περικοπή για τους Γαλιλαίους, "ών το αίμα ο Πιλάτος έμιξε μετά των θυσιών αυτών" (ιγ΄, 1). Στο σχόλιό του, ο Ιησούς λέει: "Νομίζετε ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί ήταν πιο αμαρτωλοί απ' όλους τους Γαλιλαίους και γι' αυτό τα έπαθαν αυτά; Όχι, σας λέω· αλλά αν δεν μετανοείτε, όλοι το ίδιο θα χαθείτε" (ιγ΄, 2-3).
Υποδηλώνεται εδώ ότι η συμφορά δεν χτυπάει ορισμένους επειδή αμάρτησαν περισσότερο από τους άλλους, αλλά ότι όλοι μας έχουμε λαθεμένες στάσεις που μας οδηγούν σε κακοτυχίες του ενός ή του άλλου είδους. Η αλλαγή στάσης, η μεταμόρφωση του εαυτού μας είναι όλος ο σκοπός των πολυάριθμων παραβολών με τις οποίες ο Ιησούς δίδασκε τους μαθητές του. Το κεντρικό νόημα των διδασκαλιών των Ευαγγελίων είναι η μεταμόρφωση του έσω ανθρώπου, του ψυχολογικού ανθρώπου.
Με την εσωτερική της έννοια, η ρήση του Ιησού προς το Νικόδημο "πρέπει να γεννηθείτε και πάλι άνωθεν" δεν μπορεί να ερμηνευθεί σαν αναφορά στη επανενσάρκωση, αλλά σ' εκείνη την εσωτερική μεταμόρφωση του ανθρώπου που ισοδυναμεί με μια νέα γέννηση.
* * *